Γράφουν η Αθηνά Στάμου και ο Αριστόδημος Στριφτάρης - Χαλκιόπουλος Εικόνα 1. Σχέδιο από το “Pantometrum Kircherianum”, Ινστιτούτο Max Planck για την Ιστορία της Επιστήμης. Εισαγωγή Παρακολουθώντας την εδραίωση στην “pop culture” της επιστήμης, ψευδοεπιστημονικών μεθόδων και θεωρήσεων νιώσαμε την ανάγκη να ανατρέξουμε στην ιστορία της φιλοσοφίας της επιστήμης, μέσα από την οποία θα ψάξουμε για απαντήσεις στον τρόπο διεξαγωγής της επιστήμης και στο πώς ο εκάστοτε τρόπος διεξαγωγής της επιστήμης δύναται να οδηγήσει τελικά σε ψευδοεπιστήμη. Σε αυτό το κείμενο θα προσπαθήσουμε να δώσουμε συνοπτικά την εξέλιξη της φιλοσοφίας της επιστήμης από τον Αριστοτέλη μέχρι και σήμερα, καθώς και τα βασικά χαρακτηριστικά των κυρίαρχων θεωρήσεων για την χαρακτηρισμό μίας θεωρίας σε επιστημονική ή μη. Ερχόμαστε ταυτόχρονα να προβληματίσουμε τους/τις αναγνώστες/στριες που τους ενδιαφέρει η επιστήμη ή/και η παραγωγή επιστημονικής γνώσης. Σκοπός του άρθρου είναι να δώσει κάποιες εισαγωγικές θεμελιώδεις ιδέες για την επιστημολογία και να αποτελέσει την αφορμή για περαιτέρω μελέτη πάνω σε ένα θέμα το οποίο φαίνεται να μην μας επηρεάζει άμεσα, ουσιαστικά όμως κατέχει σημαντική θέση στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο και τα όσα διαδραματίζονται σε αυτόν. Και γι ‘αυτό ακριβώς τον λόγο δεν είναι ένα ζήτημα που έχει μονάχα επιστημονικές προεκτάσεις, αλλά πολύ περισσότερο είναι ένα βαθιά κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα, και μας ενδιαφέρει πρώτα σαν πολίτες και έπειτα ως φυσικούς (ή ο,τι άλλο) επιστήμονες.
“Από την μεσαιωνική περίοδο, η αριστοτελική φυσική φιλοσοφία είχε <<εκχριστιανισθεί>> στην κουλτούρα του σχολαστικισμού και, μετά από μια μακρά περίοδο προσαρμογής, είχαν εξομαλυνθεί, λυθεί ή απλώς αγνοηθεί οποιεσδήποτε προηγούμενες διαφορές μεταξύ ορισμένων <<παγανιστικών>> απόψεων και χριστιανικού δόγματος” (Shapin 2013, 162). Έτσι ο γεωκεντρισμός του Αριστοτέλη και η Καθολική Εκκλησία, χαρακτηρίζονταν από μια αμφίδρομη σχέση αλληλοϋποστήριξης. Όσον αφορά στην συμβολή του Αριστοτέλη στην επιστημολογία, ο ίδιος αποπειράθηκε να δημιουργήσει τις βάσεις για μια κοινή μέθοδο στην επιστήμη. Το είδος συλλογισμού που πρότεινε , παρόλο που ήταν η Επαγωγή, ήταν μια επαγωγή που προχωρούσε από τα επιμέρους εμπειρικά δεδομένα σε γενικές αρχές, και από τις γενικές αρχές, κάνοντας χρήση της αφαίρεσης πάλι οδηγούσε πίσω στα επιμέρους παρατηρήσιμα στοιχεία. “Ο Αριστοτέλης είδε την επιστημονική έρευνα ως μια διαδικασία που πηγαίνει από τις παρατηρήσεις στις γενικές αρχές και επιστρέφει πάλι πίσω στις παρατηρήσεις. Υποστήριξε ότι ο επιστήμονας θα έπρεπε να επάγεται, δηλαδή να συνάγει επαγωγικώς, ερμηνευτικές αρχές από φαινόμενα, τα οποία πρέπει να ερμηνευτούν, και μετά να παράγει προτάσεις για τα φαινόμενα ξεκινώντας από υποθέσεις τις οποίες περιέχουν οι αρχές αυτές” ( Loose 1993, 18). Η αριστοτελική μέθοδος με αυτό τον τρόπο κατάφερε να εξηγήσει αυτά τα οποία αντιλαμβανόταν ο λεγόμενος “κοινός νους”. Αυτά δηλαδή που παρατηρούσε ο άνθρωπος, χρησιμοποιώντας πάλι την ίδια την εμπειρία αυτού του ανθρώπου. Η θεωρία του Αριστοτέλη μπορεί να χαρακτηριστεί ως αυτορυθμιζόμενη διότι, έκανε αυτό που μετά από αιώνες ο Καρλ Πόπερ εισάγοντας το Κριτήριο της Διαψευσιμότητας θα κατακρίνει, καθώς προσαρμοζόταν ανάλογα τα νέα εμπειρικά δεδομένα που προέκυπταν και παρ όλες τις αλλαγές συνέχιζε να “λειτουργεί”. Αναγέννηση και Διαφωτισμός Αυτή την στενή σχέση της Αριστοτελικής θεωρίας και της Καθολικής Εκκλησίας την αποδεικνύουν και οι λόγοι που οδήγησαν τον Γαλιλαίο στην δίωξη από την Ιερά Εξέταση, ότι δηλαδή τα ευρήματα του Γαλιλαίου έρχονταν σε αντίθεση με την αριστοτελική αντίληψη για τον κόσμο. Ο Γαλιλαίος οδηγείται στην ιερά εξέταση καθώς υπερασπίζεται ότι ο ήλιος είναι ακίνητος και η γη περιστρέφεται γύρω από τον άξονα της και τον ήλιο (δηλαδή υποστηρίζει την θεωρία του Κοπέρνικου). Όμως η Αριστοτελική (και καθιερωμένη τότε ) θεώρηση είναι γεωκεντρική. Ο Γαλιλαίος υποστηρίζοντας τον γεωκεντρισμό δεν έρχεται απλώς σε ρήξη με την Καθολική Εκκλησία, αλλά και με την άρχουσα ακαδημαϊκή κοινότητα, καθώς απειλή το επιστημονικό τους “status quo” αλλά και την κοινωνική θέση των καθηγητών. Αν γινόταν αποδεκτή η γεωκεντρική θεωρία, θα έχαναν την ακαδημαϊκή και κοινωνική τους θέση και εξουσία. Είναι σημαντικό εδώ να αναφέρουμε την ιστοριογραφική θεώρηση του Westfall,για την κατάσταση των πανεπιστημίων τον 17ό αιώνα, “[…] η κύρια κινούσα δύναμη πίσω από τη δίκη του στη Ρώμη δεν ήταν οι θεολόγοι της εκκλησίας, ήταν οι περιχαρακωμένοι ακαδημαϊκοί που έβλεπαν τον σφοδρό αντιαριστοτελισμό του ως απειλή για τα δικά τους επενδεδυμένα συμφέροντα στον <<φιλόσοφο>>. ” (Westfall 2017, 152). Και επειδή κάτι τέτοιο στην εποχή μας, που γίνονται προσπάθειες να αποδυναμωθεί η επιστημονικότητα και η αξιοπιστία της γνώσης που παράγεται από τα πανεπιστήμια, είναι εύκολο να παρερμηνευτεί σημαντικό είναι να τονίσουμε, ότι στα Πανεπιστήμια του 17ού αιώνα, τα μαθηματικά θεωρούνταν υποδεέστερα της φυσικής φιλοσοφίας, και όσοι επιχειρούσαν όπως ο Γαλιλαίος, ο οποίος και υποστήριζε ότι το βιβλίο της φύσης είναι γραμμένο στην μαθηματική γλώσσα, να εξηγήσουν τα φυσικά φαινόμενα με την χρήση των μαθηματικών και της γεωμετρίας, αντιμετωπίζονταν καχύποπτα και θεωρούνταν απειλή για την “επιστήμη” της φυσικής φιλοσοφίας. Προτού προχωρήσουμε στην αναμενόμενα επακόλουθη αναφορά στο Φράνσις Μπέικον και την έκδοση του έργου του “Νέο Όργανον” θα κάνουμε μια “στάση” στον Γάλλο φιλόσοφο Ρενέ Ντεκάρτ. Ο ίδιος μέσω της καθολικής του αμφιβολίας, καταλήγει σε μια βέβαιη γνώση, αυτή της ύπαρξης του εαυτού, η οποία με την σειρά της οδήγησε στην βεβαιότητα της ύπαρξης του εξωτερικού κόσμου. << Ο Descartes παίζει το παιχνίδι του σκεπτικού φιλοσόφου με στόχο να ελέγξει τις συνέπειες στις οποίες οδηγεί ο ακραίος σκεπτικισμός. Από τον έλεγχο αυτό θα προκύψει ή ότι δεν είναι δυνατή η θεμελίωση της γνώσης ή ότι ο ακραίος σκεπτικισμός δεν ευσταθεί, εφόσον οδηγείται μέσα από την καθολική αμφιβολία στην αυτοαναίρεσή του>> (Αυγελής 2012, 281). Για τον Ντεκάρτ αντικειμενικό κριτήριο της αλήθειας αποτελεί η ύπαρξη του Θεού, ο οποίος είναι τέλειος, άρα είναι αδύνατον να μας εξαπατά (με αυτό τον τρόπο απαντάει και στην υπόθεση του κακού δαίμονα). Χωρίς αυτή την απόδειξη της ύπαρξης ενός Τέλειου όντος, δηλαδή του θεού το καρτεσιανό οικοδόμημα θα είχε αποτύχει. Ο Καρτεσιανός Θεός είναι η εγγύηση ότι αυτό που είναι παρών στον εγκέφαλο μας με καθαρό και διακεκριμένο τρόπο, είναι αληθές (αυτό μπορεί να είναι για παράδειγμα η ύπαρξη μιας ιδέας). Όταν το 1620 ο Φράνσις Μπέικον, γράφει το έργο του “Νέο Όργανον” συντελείται μια τομή στην μεθοδολογία της επιστήμης. Συγκεκριμένα, ο Μπέικον εισήγαγε τον όρο “επιστημονική μέθοδος” για να περιγράψει το σύνολο των αρχών που πρέπει να ακολουθούνται προκειμένου μια πρακτική να θεωρείται επιστημονική. Ο Μπέικον έδωσε έμφαση στην συστηματική και προσεκτική συλλογή εμπειρικών δεδομένων, καθώς και το πειραματικό έλεγχο. Άσκησε κριτική στην απότομη μετάβαση που επιχειρούσε ο Αριστοτέλης από τα επιμέρους στις καθολικές αρχές, αλλά και στον άκριτο τρόπο με τον οποίο επιδιδόταν στην εμπειρική παρατήρηση. Ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της νέας θεωρίας που εισήγαγε ήταν ότι ζητούσε από τους επιστήμονες να αποβάλουν κάθε είδους προκατάληψη και να παρακολουθήσουν, παρατηρήσουν και μελετήσουν την φύση χωρίς να χρησιμοποιούν ήδη γνωστές θεωρίες και να προσπαθούν να επαληθεύσουν αυτές μέσω των δεδομένων της φύσης. Με την επιστημονική μέθοδο που πρότεινε ο Μπέικον στόχος ήταν η συλλογή παρατηρήσεων, ο έλεγχος και η διεξαγωγή γενικών νόμων από αυτές, καθώς και η πρόγνωση του μέλλοντος.
Στο κείμενο του “ Η διαλεκτική της Φύσης” ο Γερμανός Φιλόσοφος Φρίντριχ Ένγκελς, ασκώντας κριτική στον εμπειρισμό προβάλει ορισμένες αμφιβολίες όσον αφορά στην άκριτη πίστη σε αυτόν και αναδεικνύει το πως αυτός μπορεί να χρησιμοποιηθεί με λαθεμένο και διαστρεβλωτικό για τα πραγματικά δεδομένα τρόπο, αναφέροντας στο κείμενο περιστατικά όπου ψευδοεπιστημονικές θεωρίες όπως ο πνευματισμός έγινε προσπάθεια να εξηγηθούν και να εδραιωθούν μέσω του εμπειρισμού. Συγκεκριμένα γράφει “[…] Δεν κινδυνεύουμε λοιπόν να πέσουμε έξω, αν αναζητήσουμε τον ανώτατο βαθμό φαντασιοπληξίας, ευπιστίας και δεισιδαιμονίας, στην κατεύθυνση στην οποία, εκθειάζοντας την απλή εμπειρία, μεταχειρίζεται την σκέψη με ύψιστη περιφρόνηση, και στην πραγματικότητα χώνεται όλο και πιο βαθιά μέσα στην πνευματική κενότητα” ( Ένγκελς 1991, 33) Ο Καντ γράφοντας τον 18ό αιώνα αποκαλεί επιστήμη κάθε θεωρία, η οποία αποτελεί ένα σύστημα, δηλαδή ένα οργανωμένο όλον της γνώσης σύμφωνα με αρχές. Αναζητά μια “αποδεικτική βεβαιότητα” σε κάθε επιστήμη. Υποστηρίζει ότι οι επιστημονικές προτάσεις είναι συνθετικές a priori άρα οι προτάσεις της επιστήμης - και ως τέτοιες ορίζει τις προτάσεις της ευκλείδειας γεωμετρίας καθώς και τους νόμους της νευτώνειας μηχανικής- ναι μεν επεκτείνουν την γνώση μας, αλλά είναι μη εμπειρικές. Αναζητά τρόπους να αποδείξει το πως είναι δυνατές οι συνθετικές a priori προτάσεις έτσι ώστε να ενισχύσει την δύναμη της Μεταφυσικής ως επιστήμης. Συνθετικές είναι οι προτάσεις, που είναι ενδεχομενικές, και a posteriori, δηλαδή χρειάζονται την εμπειρία για να ελέγξουμε το αν είναι αληθείς. Αντίθετα οι Συνθετικές a priori προτάσεις, είναι μη εμπειρικές προτάσεις, αναγκαίες, καθολικές και μη αναθεωρήσιμες, και επεκτείνουν την γνώση μας, παρόλο που είναι μη εμπειρικώς ελέγξιμες. Αυτό ωστόσο δε σημαίνει πως πιστεύει ότι όλα τα προβλήματα μαθηματικών ή φυσικής έχουνε πάντα a priori λύση, αφού σημαντικό ρόλο δίνει στο πείραμα και την παρατήρηση. Προσπαθεί λοιπόν να χτίσει μαθηματικό υπόβαθρο για τη θεωρία του, με σκοπό να δώσει στους φυσικούς επιστήμονες ένα εργαλείο να εντάξουν την μεταφυσική στη θεωρία τους. Ο ίδιος ωστόσο δεν μπορούσε να την συνδέσει με την μαθηματική θεωρία της κίνησης, ούτε μπορούσε επίσης να σκεφτεί πώς οι φυσικοί θα μπορούσαν να απαλλαχτούν από αυτήν. Την δεκαετία του 1930 κάνει την εμφάνιση του το φιλοσοφικό ρεύμα του Λογικού Θετικισμού, ρεύμα το οποίο εκφράστηκε κυρίως μέσα από αυτό που ονομάστηκε Κύκλος της Βιέννης, σημαντική εκπρόσωποι του οποίου θεωρούνται ο Rudold Carnap, Otto Neurath. Οι εκπρόσωποι του είχαν ως στόχο την εδραίωση όλων των προτάσεων της επιστήμης στην Λογική, την οποία επιχείρησαν να μαθηματικοποιήσουν. Η λογικοί θετικιστές θέλοντας να διακρίνουν το τι θεωρείται επιστημονικό και τι ψευδοεπιστήμη εισήγαγαν το Κριτήριο της Επαληθευσιμότητας, σύμφωνα με το οποίο μια θεωρία είναι επιστημονική αν μπορεί να επιβεβαιωθεί με βάση τα στοιχεία της εμπειρικής πραγματικότητας. Σύμφωνα με το κριτήριο αυτό οι προτάσεις της επιστήμης θα πρέπει να είναι αναλυτικές, αρά και εμπειρικώς επαληθεύσιμες, έτσι ώστε να έχουν νόημα και να θεωρούνται επιστημονικές. Το κριτήριο επαληθευσιμότητας, όμως των λογικών θετικιστών έρχεται να το αντικαταστήσει το Κριτήριο της Δαψευσιμότητας, το οποίο εισάγει ο Καρλ Πόπερ, το 1934 στο βιβλίο του “Λογική της Επιστημονικής Ανακάλυψης”. Ο Πόπερ κάνει κάτι πολύ διαφορετικό, υποστηρίζει ότι για να κριθεί μια θεωρία ως επιστημονική θα πρέπει να είναι διατυπωμένη με τρόπο τέτοιον έτσι ώστε να μπορεί να διαψευστεί, και σημειώνει μάλιστα ότι στόχος των επιστημόνων δεν είναι η επαλήθευση των θεωριών αλλά η αναζήτηση δεδομένων έτσι ώστε μια θεωρία να διαψευστεί, διότι μόνο αυτός είναι ο τρόπος σύμφωνα με τον ίδιο, με τον οποίο η επιστήμη δύναται να προχωράει και να εξελίσσεται. Παροτρύνει τους επιστήμονες να επιδίδονται σε τολμηρές θεωρήσεις και να επιδίδονται στην αναζήτηση διάψευσης αυτών, κι όχι επιβεβαίωσης τους. Για τον Πόπερ, όσο περισσότερες πιθανότητες είχε μια υπόθεση να διαψευστεί τόσο πιο επιστημονικά ισχυρή ήταν. Οι τολμηρές αυτές διατυπώσεις, διεύρυναν τον γνωστικό πεδίο, και θέτουν την επιστημονική δραστηριότητα σε κίνηση. Ο ίδιος για να δώσει απάντηση στο πρόβλημα της επαγωγής, υποστηρίζει ότι η επιστήμη δεν χρειάζεται την επαγωγή για να προχωρήσει “[…] επειδή ο συλλογισμός που εκκινεί από μια περίπτωση διάψευσης και καταλήγει να απορρίπτει μια θεωρία ως ψευδή είναι αμιγώς παραγωγικός”, (Ladyman 2016, 133), και αυτό διότι την επιστήμη την απασχολεί η διάψευση και όχι η επαλήθευση. ![]() Εικόνα 4. Άρθρο της Εφημερίδας των Συντακτών, 22-3-2019. Σύγχρονες τάσεις και άνθιση της ψευδοεπιστήμης Στα όσα υποστήριξαν για την επιστήμη και τον τρόπο διεξαγωγής της οι Λογικοί Θετικιστές και ο Καρλ Πόπερ, έντονη κριτική άσκησαν οι φιλόσοφοι Τόμας Κουν και Paul Feyerabend. Οι δύο αυτοί φιλόσοφοι διαμόρφωσαν αυτό που ονομάζεται ιστορικίστική στροφή στην φιλοσοφία της επιστήμης. Το 1962 εκδίδεται το βιβλίο του Τόμας Κουν “ Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων”, το οποίο έρχεται να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τις επιστημονικές ανακαλύψεις, τις επιστημονικές κοινότητες αλλά και την επιστημονικής πρόοδο. Ο ίδιος εισάγει τον όρο “Παράδειγμα”, του οποίου μάλιστα δεν έδωσε έναν σαφή ορισμό, ωστόσο η έννοια αυτή αποτελεί κομβικό σημείο στην σύγχρονη θεώρηση της μεθοδολογίας της επιστήμης. Ο Κουν μας υπενθυμίζει ότι δεν μπορούμε να εξετάζουμε την επιστήμη ως κάτι αποκομμένο από το πλαίσιο της ανακάλυψης της (όπως επιχείρησαν να κάνουν οι λογικοί θετικιστές με την διάκριση πλαισίου ανακάλυψης και πλαισίου δικαιολόγησης), και να την κρίνουμε μονάχα με τυπικά κριτήρια. Μας απασχολεί ο τρόπος και οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν για την ανάδυση της εκάστοτε θεωρίας. “ Κατά τον Κουν, η αξιολόγηση των θεωριών εξαρτάται από τοπικές ιστορικές περιστάσεις και η προτεινόμενη από αυτόν ανάλυση της σχέσης ανάμεσα στη θεωρία και στην παρατήρηση αφήνει να εννοηθεί ότι οι θεωρίες “μολύνουν” τα δεδομένα σε τέτοιο βαθμό ώστε κανένας τρόπος συλλογής παρατηρήσεων δεν μπορεί να είναι ποτέ θεωρητικώς ουδέτερος και αντικειμενικός” ( Ladyman 2016, 181). Στα πλαίσια αυτού που ονόμαζε “Κανονική Επιστήμη” και η οποία λαμβάνει χώρα ανάλογα με τα όσα επιτάσσει το εκάστοτε παράδειγμα, δύναται να προκύψει μια “Ανωμαλία”, η οποία έρχεται να αμφισβητήσει τις προβλεπτικές ικανότητες του συγκεκριμένου παραδείγματος. Αν αυτή η ανωμαλία, αμφισβητεί τα θεμέλια της επιστημονικής θεωρίας, τότε ξεκινάει μια περίοδο “Κρίσης”, η οποία θα οδηγήσει στην “Ιδιόρρυθμη επιστήμη”, περίοδο κατά την οποία οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν οι επιστήμονες αρχίζουν να παρεκκλίνουν από τους τρόπους που επιτάσσει το παράδειγμα. Μέσα από αυτή την διαδικασία δύναται να αναδειχθεί ένα νέο Παράδειγμα και να συντελεστεί αυτό που ο Κουν ονόμασε “Επιστημονική Επανάσταση”. Έπειτα έρχεται ο Fayerabend ο οποίος ονομάζει την θεωρητική του συμβολή ως αναρχική μεθοδολογία στην φιλοσοφία της επιστήμης. Ισχυρίζεται ότι οι επιστήμονες εξαρτούν την παρατήρηση τους από την εκάστοτε θεωρία και έτσι αδυνατούν να εξηγήσουν ορθώς για παράδειγμα τα φαινόμενα της φυσικής. “Ο Φαγιεράμπεντ υποστηρίζει με πειστικά επιχειρήματα ότι οι μεθοδολογίες της επιστήμης δεν έχουν καταφέρει μέχρι στιγμής να δώσουν επαρκείς κανόνες για την καθοδήγηση της δραστηριότητας των επιστημόνων" (Chalmers 2014, 212). Υποστήριξε ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει μια κοινή επιστημονική μέθοδο, και ότι ο κάθε επιστήμονας αναπτύσσει τα δικά του εργαλεία και την δική του μέθοδο. Έτσι, λοιπόν τις προτάσεις των “επιστημόνων” θα πρέπει να τις κρίνουμε μέσα στο ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο δημιουργήθηκαν και αναδύθηκαν. Όπως γράφει και ο ίδιος στο έργο του “ Ενάντια στη Μέθοδο, για μια αναρχική θεωρία της γνώσης”, η μόνη αρχή που δεν αναχαιτίζει την πρόοδο είναι η αρχή: όλα επιτρέπονται”. Ήδη από τη δεκαετία του 1980 βλέπουμε μία σαρωτική ανάπτυξη και διάδοση διαφόρων παραχριστιανικών αιρέσεων, αναβίωση παγανιστικών θρησκειών, ανανέωση της αστρολογίας , της ταρομαντείας, της εξάσκησης μαγείας. Ο κοινωνιολόγος Πάβελ Γκιουρεβιτς μελετώντας αυτά τα φαινόμενα της εποχής του, διερωτάται πώς μέσα στη ραγδαία τότε επιστημονική πρόοδο ταυτοχρόνως έρχεται και αυτή η αναβίωση. Αυτό φαίνεται να το αποδίδει στην άνιση ανάπτυξη της επιστήμης. Η διαδικασία της γνώσης έχει στάδια ανάμεσα στα οποία μπορούν να αναπτυχθούν μύθοι και μυστικιστικές ιδέες. Όταν επιστήμονες υποστηρίζουν ότι η σημερινή γνώση ήδη υπήρχε σε αρχαία μυστικιστικά κείμενα (πχ Talbot, M. , 1981), τότε, βάσει αυτών, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι οι αρχαίοι μυστικιστές είχαν “βαθύτερη” κατανόηση για την φύση από τους σημερινούς επιστήμονες. Εμείς δεν θα αρνηθούμε ότι σε θιβετιανά κείμενα υπάρχουν σκόρπιες σκέψεις για τη διττή φύση των σωματιδίων , ούτε ότι οι αρχαίοι Ινδοί φιλόσοφοι κάναν ασαφείς αναφορές που μπορούν να παραλληλιστούν με τη συστολή και τη διαστολή του σύμπαντος. Ούτε φυσικά θα υποστηρίξουμε πως η επιστημονική πρόοδος προέκυψε ξαφνικά και αυθόρμητα, χωρίς να διαδραμάτισαν κάποιο ρόλο οι προηγούμενες θεωρήσεις. Όμως, όλο αυτό το θαυμαστό και πιθανά ενδιαφέρον έργο χωρίς την υπεύθυνη και αποτελεσματική μέθοδο γνώσης που αποκαλούμε επιστημονική μέθοδο δεν θα ήταν τίποτα άλλο πέρα από αφηρημένες ιδέες που εξέφρασαν άνθρωποι που θεωρούνταν σοφοί. Η επιστήμη μοιάζει με την αρχαία πίστη όταν στη διαδικασία της εισέρχονται στοιχεία υποκειμενισμού και μεταφυσικές πρακτικές. Γίνεται μία άλλη μορφή αποκρυφισμού για λίγους και μυημένους που η ευρεία μάζα του λαού δεν μπορεί να καταλάβει και απαιτείται να την δεχτεί σαν “θειο δώρο”. Σε εκείνο ακριβώς το στάδιο ο Γκιούρεβιτς βλέπει τη γνωσιακή διαδικασία να βάλλεται. Βλέπει τους επιστήμονες και τους εκμεταλλευτές της έρευνάς τους σαν τα άτομα που μπορούν να διαστρέψουν την πραγματικότητα και την επιστημονική ανακάλυψη σε μια θρησκευτική επιβεβαίωση. Μπορούν δηλαδή να εκμεταλλευτούν το πέπλο μυστηρίου που έχει επιβάλλει η ραγδαία επιστημονική πρόοδος, η οποία δεν συνοδεύτηκε από την αντίστοιχη ανάπτυξη βιοτικού και μαθησιακού επιπέδου, για να προωθήσουν την πολιτική ατζέντα που εκάστοτε υπηρετούν. Επίλογος Μερικές παρατηρήσεις που συλλέξαμε στην διάρκεια της έρευνας μας πάνω στην ιστορία της φιλοσοφίας της επιστήμης. Αρχικά μας ήταν πολύ δύσκολο να βρούμε εκπροσώπους της φιλοσοφίας της επιστήμης έξω από τον κύκλο της Δυτικής διανόησης, καθώς οι βιβλιογραφικές αναφορές είναι δυσεύρετες, ελάχιστες και συνήθως αμετάφραστες. Ένα παράδειγμα αποτελεί ο Ομάρ Καγιάμ (Omar Khayyam) για τον οποίο ήταν πολύ δύσκολο να βρούμε μεταφρασμένα τα βιβλία που έγραψε για τα μαθηματικά, την φιλοσοφία και την αστρονομία, συγκριτικά με τα φημισμένα ποιήματα του (Rubaiyat). Πάνω σε αυτό το ζήτημα, του ότι η ιστορία της φιλοσοφίας της επιστήμης, γράφεται εστιάζοντας κυρίως στην Δύση, το βλέπουμε και από τον τρόπο που αντιμετωπίζεται η συμβολή των Αράβων σχολιαστών του Αριστοτέλη, καθώς συχνά παραλείπεται το γεγονός ότι όχι μόνο διέσωσαν τα κείμενα αυτά, αλλά εξέλιξαν μάλιστα και την αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Επίσης προσπαθήσαμε να χρησιμοποιήσουμε πολλές διαφορετικές ιστοριογραφικές προσεγγίσεις, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους. Έτσι, δείξαμε ότι η επιστήμη δεν είναι μια “επίπεδη” δραστηριότητα η οποία κινείται με γραμμικό απαραίτητα τρόπο, αλλά προκύπτει μέσα από την πάλη των ιδεών. Εξελίσσεται λοιπόν διαρκώς με τον πέρασμα των χρόνων, έτσι όπως αυτή η διαδικασία δεν είναι ενιαία, έτσι και οι προσεγγίσεις πάνω σε αυτήν ποικίλλουν, όπως για παράδειγμα τα όσα γράψαμε για την δίκη του Γαλιλαίου το 1613 ή οι διάφορες κριτικές που ασκούνται στον Μπέικον ( πχ. Αναφέραμε ότι ο ίδιος κατηγορούσε τον Αριστοτέλη για την άκριτη εμπειρική συλλογή δεδομένων, αλλά όπως διαβάζουμε στον Westfall, και ο ίδιος φαίνεται να επιδίδεται σε μια “[…] τάση για συνεχείς παρατηρήσεις χωρίς καθορισμένη κατεύθυνση”, (Westfall 2017, 163). Βλέπουμε, λοιπόν μέσα από την σύντομη και σίγουρα σε πολλά σημεία ελλιπή ιστορική αφήγηση της πορείας της επιστημονικής μεθόδου που επιχειρήσαμε, ότι η επιστημονικότητα μιας θέσης είναι κάτι που εξαρτάται από το κυρίαρχο ρεύμα της επιστημολογίας στην εποχή του και οτι έχει εμφανιστεί μία ρευστότητα (σε σαφές πλαίσιο) με το πέρασμα των αιώνων εξέλιξης επιστημονικής σκέψης. Αυτό το κυρίαρχο ρεύμα είναι αυτό που επιβάλει και τον δικό του αποδεκτό τρόπο για πειραματικό έλεγχο. Σήμερα που η ανάπτυξη της κατανόησης μας για την φύση αναπτύσσεται ταχύτατα και σε πολλούς τομείς είναι σημαντικό να διαθέτει κάνεις μια κριτική στάση σε κάθε έκφανση επιστημονικής γνώσης. Γι ‘αυτό είναι σημαντικό για εμάς να μαθαίνουμε για την φιλοσοφία της επιστήμης σαν επιστήμονες, καθώς σε εμάς πέφτει κύρια ο κλήρος να απαντάμε σε ερωτήματα όπως “γιατί η αστρολογία δεν έχει θέση στα πανεπιστήμια;” ή για new - age chakra αντιλήψεις κβαντικής ανάλυσης και ρέικι. Κλείνοντας, σύμφωνα με τον Einstein η επιστήμη και η φιλοσοφία της επιστήμης “are dependent upon each other. Epistemology without contact with science becomes an empty scheme. Science without epistemology is - insofar as it is thinkable at all - primitive and muddled.”, (Howard & Giovanelli, 2019). Ευχαριστίες
Ευχαριστούμε τον Φώτη για την πολύτιμη βοήθειά του. Βιβλιογραφία Chalmers, A. F. 2014. Τι είναι αυτό που λέμε Επιστήμη: Μια προσέγγιση της φύσης, του καθεστώτος και των μεθόδων της επιστήμης, μτφρ. Γ. Φουρτούνης. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. (1992. What is this things called Science? An assessment of the nature and status of science and its methods. St. Lucia: University of Queensland Press). Engels, F. 1991 . Η διαλεκτική της φύσης , μτφρ Ε. Μπιτσάκης Αθήνα : Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή. Howard, Don A. and Marco Giovanelli, "Einstein’s Philosophy of Science", The Stanford Encyclopedia of Philosophy (Fall 2019 Edition), Edward N. Zalta (ed.), URL = https://plato.stanford.edu/archives/fall2019/entries/einstein-philscience/. Ladyman, J. 2016. Τι είναι η Φιλοσοφία της Επιστήμης, μτφρ. Γ. Μαραγκός. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. (2002. Understanding Philosophy of Science. London & New York: Routledge). Loose, J. 1993. Φιλοσοφία της Επιστήμης: Μια ιστορική εισαγωγή, μτφρ. Θ. Μ. Χρηστίδης. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας. (1980. A Historical Introduction to the Philosophy of Science. Oxford: Oxford Univesity Press). Shapin, S. 2003. Η Επιστημονική Επανάσταση, μτφρ. Η. Καρκάνης. Αθήνα: Εκδόσεις Κάτοπτρο. (1996. The Scientific Revolution. Chicago: The University of Chicago). Talbot, M. (1981). Mysticism and the new physics. Taylor & Francis. Westfall S. R. 2017. Η Συγκρότηση της Σύγχρονης Επιστήμης: Μηχανισμοί και Μηχανική, μτφρ. Κ. Ζήση. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. (1977. The Construction of Modern Science Mechanisms and Mechanics. Cambridge: Cambridge University Press). Αυγελής, Ν. 2012. Εισαγωγή στην Φιλοσοφία. Θεσσαλονίκη: Εκδοτικός Οίκος Κ. & Μ. Αντ. Σταμούλη. Γκούροβιτς, Π .1986. Οι θεοί ξαναζούν. Αθήνα : Εκδόσεις Οδηγητής . Comments are closed.
|
Αρχείο
March 2021
Κατηγορίες
All
|