Του Φώτη Πύρρη Μια ακριβέστερη απόδοση αυτής της φράσης στα ελληνικά θα ήταν "Δημοσίευσε ή παράτησε τα", ωστόσο η παράφραση του συνθήματος της επανάστασης του ‘21 φαίνεται να αποδίδει πιο ουσιαστικά το νόημα της φράσης. Η πρώτη χρήση της ανάγεται στο μακρινό 1932, από τον HJ Coolidge, (Rawat, S., & Meena, S. (2014)). Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την -ολοένα και μεγαλύτερη- τάση του "ακαδημαϊκού πραγματισμού", στο πλαίσιο του οποίου η συγγραφή και η δημοσίευση άρθρων σε κάποιο περιοδικό αποτελεί αυτοσκοπό. Στο σήμερα, το ακαδημαϊκό περιβάλλον διεθνώς είναι πολύ διαφορετικό από το 1932, ωστόσο φαίνεται ότι η φράση αυτή δεν είναι απλώς επίκαιρη, αλλά σκιαγραφεί εξαιρετικά την κατάσταση στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Μάλιστα, κριτική στην κατάσταση αυτή έκανε και ο Peter Higgs, ένας από τους εμπνευστές του ομώνυμου σωματιδίου, η ανακάλυψη του οποίου επέτρεψε την ολοκλήρωση του καθιερωμένου προτύπου των στοιχειωδών σωματιδίων. Συγκεκριμένα, σε μια συνέντευξη στον Guardian το 2013, [2], καθ’οδόν προς την παραλαβή του βραβείου Νόμπελ εξέφρασε την αμφιβολία του ως προς το αν μια ιδίου βεληνεκούς ανακάλυψη θα ήταν επιτεύξιμη στο σημερινό ακαδημαϊκό περιβάλλον, λόγω της πίεσης για ροή δημοσιεύσεων που δέχονται οι ερευνητές. Το παρόν άρθρο αποσκοπεί στο να καταδείξει τις συνέπειες του "Publish or Perish" στην επιστήμη και στους εργαζόμενους στην έρευνα. Δημοσιεύσεις και επιστημονικά περιοδικά Οι δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά αποτελούν, επί της ουσίας, το "προϊόν" της ερευνητικής εργασίας, παρουσιάζουν δηλαδή στην επιστημονική κοινότητα την νέα γνώση που παρήχθη. Οι συγγραφείς αποστέλλουν το προσχεδίου του άρθρου στο περιοδικό, το όποιο είναι συνήθως ιδιοκτησία κάποιου μεγάλου εκδοτικού οίκου. Αν το θέμα του άρθρου εμπίπτει στο σκοπό του περιοδικού, το γραφείο έκδοσης (editorial board) αποστέλλει το άρθρο προς αξιολόγηση σε ορισμένους ερευνητές οι οποίοι ασχολούνται με παρεμφερή αντικείμενα. Όποιος προθυμοποιηθεί από τους τελευταίους αναλαμβάνει να κρίνει το προσχέδιο. Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο είτε απορρίπτεται, είτε δημοσιεύεται μετά από μικρές ή μεγαλύτερες αλλαγές, τις οποίες προτείνει ο αξιολογητής. Η διαδικασία αυτή αναφέρεται ως ομότιμος κρίση (peer-review) και παρουσιάζεται ως αντικειμενική και αδιάβλητη. Το εύρος ισχύος αυτών των παραδοχών θα συζητηθεί σε επόμενο άρθρο, ενδεικτικά μπορεί κανείς να ανατρέξει στους Horbach, S. S., & Halffman, W. W. (2018). Υπάρχει πληθώρα περιοδικών, καθώς η ιδιοκτησία ενός επιστημονικού περιοδικού αποτελεί μια εξαιρετικά επικερδή επιχειρηματική ενασχόληση με πολύ χαμηλά λειτουργικά έξοδα, καθώς η όλη διαδικασία της ομότιμου κρίσης που αναφέρθηκε παραπάνω γίνεται δωρεάν από μέλη της επιστημονικής κοινότητας και η διάθεση των τευχών του περιοδικού ακόμα και σε ηλεκτρονική μορφή, γίνεται σε αρκετά υψηλές τιμές, συγκρίσιμες με αυτές έντυπων βιβλίων (!). Ένα κριτήριο ποιότητας για ένα περιοδικό είναι ο παράγοντας απήχησης (impact factor), ο οποίος ορίζεται ως: $$ Impact Factor = \frac{Total Citations}{Total Publications} $$ όπου τα σύνολα των αναφορών και των δημοσιεύσεων αναφέρονται στην προηγούμενη διετία. Ένας Υποψήφιος Διδάκτορας, ή ένας Μεταδιδακτορικός Ερευνητής προσπαθεί για όσο το δυνατόν περισσότερες δημοσιεύσεις σε περιοδικά με όσο το δυνατόν υψηλότερο παράγοντα απήχησης. Ο λόγος για αυτό έχει να κάνει με την εργασιακή επισφάλεια μέσα στην ακαδημαϊκή κοινότητα παγκοσμίως. Συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλίσει κάποιος Υποψήφιος διδάκτορας ότι θα μπορέσει να βρει μία 2ετή ή 3ετή σύμβαση εργασίας στον χώρο της έρευνας ως μεταδιδακτορικός ερευνητής πρέπει να έχει ικανό αριθμό δημοσιεύσεων, ήτοι περισσότερες από τους υπόλοιπους αιτούντες την ίδια θέση. Ακριβέστερα, χρησιμοποιούνται μετρικές όπως ο δείκτης h (h-index). Ο δείκτης αυτός ορίζεται ως ο αριθμός Ν των δημοσιεύσεων που έχει κάνει κάποιος και έχουν τουλάχιστον Ν αναφορές. Ομοίως, ένας μεταδιδακτορικός ερευνητής προκειμένου να βρει το επόμενο συμβόλαιο αναγκάζεται να συνεχίσει το "κυνήγι" δημοσιεύσεων. Θα περίμενε κανείς ότι τουλάχιστον ο καθηγητής, έχοντας μόνιμη θέση, θα βρισκόταν εκτός αυτής της δυναμικής. Ωστόσο για μια σειρά από λόγους, όπως για παράδειγμα την εξασφάλιση χρηματοδοτήσεων προκειμένου να προσληφθούν μεταδιδακτορικοί ερευνητές ή/και να γίνουν πειράματα, ή ακόμα και λόγω συγκεκριμένων χρηματικών ανταμοιβών, η πλειοψηφία των καθηγητών συμμετέχει στη προαναφερθείσα δυναμική. Η συμμετοχή τους μάλιστα γίνεται σε προνομιακό επίπεδο, καθώς καθορίζουν το εργασιακό πλαίσιο για όλους τους υπόλοιπους εργαζόμενους, λόγω της ισχυρής ακαδημαϊκής ιεραρχίας. Επιπτώσεις Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι το συγκεκριμένο μοντέλο προσφέρει στην επιστήμη καθώς η δυναμική αυτή του ανταγωνισμού μεταξύ ερευνητικών ομάδων, ερευνητών εντός της ίδιας ομάδας και μεμονωμένων ερευνητών ωθεί κάθε μέλος της κοινότητας στα όρια του, με κέρδος τόσο για την επιστήμη όσο και για τον καθένα ατομικά. Δυστυχώς το παραπάνω -λογικοφανές- συμπέρασμα φαίνεται να είναι εξ’ ολοκλήρου ανακριβές. Στο πλαίσιο της επιστημονικής μεθόδου, τα "θετικά αποτελέσματα", η απόδειξη δηλαδή ότι μια μέθοδος δουλεύει αποτελεσματικά ή μια υπόθεση ισχύει, είναι το ίδιο πολύτιμα με τα "αρνητικά αποτελέσματα". Ανάμεσα στις επιπτώσεις της προαναφερθείσας δυναμικής στην λειτουργία της ακαδημαϊκής κοινότητας αλλά και στην παραγόμενη γνώση, φαίνεται ότι είναι η έμφαση σε "θετικά αποτελέσματα". Σχετική έρευνα (Fanelli, 2010), έδειξε ότι ο αυξανόμενος ανταγωνισμός και η πίεση για δημοσιεύσεις μπορούν να οδηγήσουν σε βλάβη της ακεραιότητας της επιστημονικής έρευνας, καθώς οι ερευνητές στην προσπάθεια τους για δημοσίευση ωθούνται στο να επιβεβαιώνουν παρά να διαψεύδουν υποθέσεις. Για παράδειγμα, το να δείξει κανείς ότι μια συγκεκριμένη φαινομενολογική παραμετροποίηση μιας μετρήσιμης ποσότητας δεν αποτελεί καλή προσέγγιση είναι ένα χρήσιμο ερευνητικό αποτέλεσμα καθώς δεν θα χρειαστεί να δαπανήσει κάποιος άλλος ερευνητής χρόνο στο ίδιο ερώτημα. Φαίνεται όμως ότι υπάρχουν πολύ λίγες συγκριτικά αντίστοιχες εργασίες στην βιβλιογραφία. Αυτό συμβαίνει γιατί "αρνητικά" αποτελέσματα είναι λιγότερο πιθανό να δημοσιευτούν και εν συνεχεία να αναφερθούν σε άλλες εργασίες, συνεπώς δεν ασχολούνται ερευνητές σε αυτά τα πλαίσια. Μια άλλη επίπτωση της σύνδεσης του αριθμού των δημοσιεύσεων με την επαγγελματική εξέλιξη των ερευνητών αφορά τον ακαδημαϊκό πλουραλισμό. Η επιστημονική κοινότητα επί της αρχής όχι μόνο επιτρέπει, αλλά και επιθυμεί την ύπαρξη πολλών διαφορετικών κατευθύνσεων προς επίλυση ενός προβλήματος. Ωστόσο, αν για δοθέν πρόβλημα μια συγκεκριμένη ερευνητική κατεύθυνση παρέχει “ευκολότερη” επίτευξη δημοσιεύσιμων αποτελεσμάτων, είναι προς το συμφέρον κάθε ερευνητή να ασχοληθεί με αυτή. Επίσης, οι κριτές τείνουν να προτείνουν προς δημοσίευση άρθρα “κοντά” στις δικές τους αντιλήψεις για το τι συνιστά “καλή”/”χρήσιμη” έρευνα, De Rond, M., & Miller, A. N. (2005). Συνεπώς, ενισχύεται η τάση της περιχαράκωσης στο κυρίαρχο επιστημονικό παράδειγμα, προς εξασφάλιση του άμεσα δημοσιεύσιμου των αποτελεσμάτων, De Rond, M., & Miller, A. N. (2005). Έτσι από τη μία πλευρά έχουμε ανισοκατανομή των νέων ερευνητών στα ερευνητικά πεδία και από την άλλη μείωση του ακαδημαϊκού πλουραλισμού. Φαίνεται επίσης ότι μια σειρά κακών επιστημονικών πρακτικών συνδέονται με την "publish or perish" αντίληψη, (Rawat, S., & Meena, S., 2014). Ένα σχετικό παράδειγμα αποτελεί το λεγόμενο "salami slicing". Η πρακτική αυτή αφορά την κατάτμηση μιας έρευνας σε πολλές επιμέρους δημοσιεύσεις, με σκοπό φυσικά την μεγαλύτερη άνοδο του h-index του συγγραφέα. Ταυτόχρονα, παρότι η συνεισφορά κάθε συν-συγγραφέα είναι υποτίθεται ίση στο τελικό αποτέλεσμα, στην πράξη δεν ισχύει κάτι τέτοιο και μάλιστα είναι αρκετά κοινή η πρακτική σε κάθε δημοσίευση να μπαίνουν ως συν-συγγραφείς όλα τα μέλη του συγκεκριμένου εργαστηρίου ή της ομάδας. Έτσι μια πολυμελής ομάδα είναι σε θέση να εμφανίζει περισσότερες αναφορές ανά ερευνητή, συγκριτικά με μια ολιγομελή και έτσι να νέμεται το μερίδιο του λέοντος σε χρηματοδοτήσεις. Είναι επίσης πλέον κοινός τόπος ότι, αν ένας ερευνητής έχει μεγάλο αριθμό ερευνητικών άρθρων ανά έτος (πχ 10 - 12), αυτό που μάλλον συμβαίνει είναι ότι ο συγκεκριμένος ερευνητής έχει μεγάλο αριθμό συνεργασιών, όπου η ακριβής συνεισφορά του είναι μάλλον δύσκολο να υπολογιστεί. Το τελευταίο είναι προφανές καθώς όσο αποδοτικός και αν είναι κάποιος, απλά είναι ανθρωπίνως αδύνατο να ολοκληρώνει μια έρευνα, να συγγράφει το άρθρο, να το υποβάλλει προς δημοσίευση και να ολοκληρωθεί η διαδικασία εντός ενός μήνα. Ένα υψηλό h-index λοιπόν, δεν αντιστοιχεί απαραίτητα σε έναν ικανό ερευνητή. Ως προς τα αποτελέσματα στην καθημερινότητα ενός εργαζόμενου στην έρευνα η κατάσταση φαίνεται να είναι ακόμα δυσχερέστερη. Συγκεκριμένα, σε σχετική έρευνα (Miller et al, 2011) βρέθηκε ότι η πίεση για δημοσιεύσεις προκαλεί υψηλό άγχος στα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, με το φαινόμενο να είναι εντονότερο στους μη-μόνιμους ερευνητές, (Υπ. Διδ, κ.α). Έχει βρεθεί επίσης (Levecque et al 2017) ότι 32% των διδακτορικών φοιτητών έχουν ή διατρέχουν άμεσο κίνδυνο να αναπτύξουν κατάθλιψη ή κάποια άλλη κοινή ψυχική νόσο, ενώ το 50% βιώνουν ψυχολογικές διαταραχές. Μάλιστα, στη μεγάλη πλειοψηφία τους εμφανίζουν αϋπνίες, ενώ αισθάνονται καθημερινά απογοήτευση. Καθώς το άγχος αποτελεί σημαντικό αίτιο ψυχικών διαταραχών, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η έμφαση στη δημοσίευση έχει ισχυρά αρνητικό αντίκτυπο στην ψυχική υγεία του εργαζόμενου στην έρευνα. Ακόμα, καθώς τα πανεπιστημιακά ιδρύματα διεθνώς είναι ως επί το πλείστον εμπορευματοποιημένα, προκειμένου να προσελκύσουν περισσότερους φοιτητές χρειάζεται να χτίσουν φήμη. Ένας από τους τρόπους για να επιτευχθεί αυτό είναι η παρουσίαση υψηλού ερευνητικού έργου. Μια πρακτική επιλογή ως προς αυτό είναι η τοποθέτηση επιπλέον χρηματικών αμοιβών (πριμ) ανάλογα με τις δημοσιεύσεις που κάνει κάποιος. Σύμφωνα με τους Backes-Gellner, U., & Schlinghoff, A. (2010), οι καθηγητές ωθούνται στο να αφιερώνουν όλο και λιγότερο χρόνο σε άλλα, εξίσου ή και περισσότερο σημαντικά καθήκοντα, όπως αυτό της διδασκαλίας και της συμβουλευτικής νέων ερευνητών, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση της παρεχόμενης διδασκαλίας. Ανεξάρτητα της ύπαρξης άμεσου οικονομικού κέρδους, υπάρχουν περιπτώσεις όπου η έμφαση στην έρευνα και η επακόλουθη παραμέληση της εκπαιδευτικής διαδικασίας γίνεται προκειμένου να αποκτηθεί επιπλέον φήμη έναντι συναδέλφων στο ίδιο τμήμα, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού, κάτι που είναι τρόπος ζωής εντός της ακαδημαϊκής κοινότητας. Συμπεράσματα Η έμφαση στον αριθμό και την απήχηση των δημοσιεύσεων ως το βασικότερο κριτήριο για την χρηματοδότηση και την γενικότερη επαγγελματική εξέλιξη ενός ερευνητή δημιουργεί θεμελιώδη προβλήματα τόσο στην ακαδημαϊκή κοινότητα όσο και στην ίδια την ποιότητα της επιστημονικής εργασίας. Οι συνέπειες στην καθημερινότητα των εργαζομένων στην έρευνα είναι επίσης σοβαρές, εξαρτώνται βέβαια και από την θέση στην ακαδημαϊκή ιεραρχία. Ως προς τα μέτρα που μπορούν να ληφθούν σε διεθνές αλλά και τοπικό επίπεδο, υπάρχουν διάφορες αντιλήψεις. Μια εξ' αυτών αφορά την περαιτέρω αυστηροποίηση των κριτηρίων δημοσίευσης, στην προσπάθεια να εξασφαλιστεί η ποιότητα του ερευνητικού έργου, ενώ άλλες αφορούν την δημιουργία κινήτρων ώστε να δοθεί έμφαση στην εκπαιδευτική διαδικασία και λιγότερο στην παραγωγή δημοσιεύσεων. Υπάρχει ακόμα η αντίληψη που αναφέρεται στη χρήση περισσότερο προηγμένων μετρικών της ποιότητας του ερευνητικού έργου. Ωστόσο, η ουσιαστικότερη προβληματική αφορά την ίδια τη δομή της ακαδημαϊκής κοινότητας διεθνώς και του νεοφιλελεύθερου πανεπιστημίου, του πλαισίου δηλαδή όπου δημιουργήθηκε και κυριαρχεί η αντίληψη publish or perish. Αναφορές
Comments are closed.
|